- Obscure
- adj.Without light: P. and V. σκοτεινός, P. σκοτώδης, V. ἀμαυρός, λυγαῖος, κνεφαῖος, ὀρφναῖος, δναφώδης, ἀνήλιος, ἀφεγγής, ἀναύγητος.In shadow: P. ἐπίσκιος (Plat.).Hard to understand: P. and V. ἀσαφής, ἄδηλος, ποικίλος, αἰνιγματώδης, V. δυσμαθής, ἀσύνετος, ἄσημος, ἄσκοπος, ἀξύμβλητος, αἰολόστομος, ἐπάργεμος, δυστόπαστος, δυστέκμαρτος, δυσεύρετος, ψελλός, αἰνικτός, Ar. and P. ἀτέκμαρτος; see {{U}}Unintelligible.Secret: P. and V. κρυπτός, λαθραῖος, ἀφανής, κρυφαῖος, V. κρύφιος.An obscure rumour: V. ἀμαυρὸς κληδών, ἡ.Inglorious: P. and V. ἄτιμος, ἀδόκιμος, ἀφανής, ἀκλεής, ἀνώνυμος, P. ἄδοξος, V. δυσκλεής (also Xen.), ἄσημος.——————v. trans.Cast a shadow over: P. ἐπισκοτεῖν (dat.), V. σκιάζειν (acc.), σκοτοῦν (acc.) (pass. used in Plat.).Cause to disappear: P. and V. ἀφανίζειν.Hide: P. and V. κρύπτειν, συγκρύπτειν; see {{U}}Hide.Make unintelligible, confuse: P. and V. συγχεῖν.Tarnish: P. and V. αἰσχύνειν, καταισχύνειν.
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language. 2014.